Η Διαγνωση μιας Χρονιας Ασθενειας: Από την Διαγνωση στην Αποδοχη

Οι χρόνιες ασθένειες αποτελούν μια τεράστια γκάμα ασθενειών που ακόμα και σήμερα αποτελούν μια πρόκληση για την ερευνητική και ιατρική κοινότητα. Για τις περισσότερες από αυτές ακόμα δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί ο μηχανισμός που πυροδότησε την έναρξη τους καθώς επίσης και ο τρόπος με τον οποίο δρουν συστηματικά στο ανθρώπινο σώμα.

Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, η διάγνωση τέτοιων ασθενειών, αποτελεί μια χρονοβόρα και επίπονη διαδικασία τόσο για τους ασθενείς όσο και για το ιατρικό προσωπικό, το οποίο πολλές φορές αδυνατεί να δώσει σαφείς απαντήσεις στους ασθενείς. Πρόκειται για μια χρονική περίοδο, η οποία κατακλύζεται από έντονη μείωση της λειτουργικότητας του ανθρώπου, καθώς τα συμπτώματα που τον οδήγησαν σε αναζήτηση ιατρικής βοήθειας συχνά είναι άκρως ενοχλητικά έως και επίπονα. Ο έλεγχος τους δε, καθυστερεί να γίνει όσο καθυστερεί και η διάγνωση, πολλές φορές και παραπάνω, μέχρι να βρεθεί το κατάλληλο θεραπευτικό σχήμα στο οποίο ανταποκρίνεται ο οργανισμός τους.

Οι ασθενείς, στην φάση της διάγνωσης μιας χρόνιας ασθένειας κατακλύζονται από στρες, αγωνία και φόβο μιας και τα μέχρι τώρα δεδομένα τους παύουν να ισχύουν και το μέλλον τους μοιάζει απρόοπτο. Σε συνδυασμό με τα δικά τους συναισθήματα και την συνεπακόλουθη ματαίωση τους, έχουν να διαχειριστούν και τους άλλους τομείς της ζωής τους (προσωπική, οικογενειακή, φιλική, επαγγελματική, κοινωνική). Το μοίρασμα της εμπειρίας τους με το περιβάλλον τους, είναι ανάλογο με την ποιότητα των δεσμών που έχουν μέχρι εκείνη την στιγμή εδραιώσει και η συναισθηματική αλληλεγγύη που απολαμβάνουν ανάλογη της αίσθησης του ανήκειν που έχουν ενδοβάλλει.

Μέσα σε όλον αυτόν τον καταιγισμό πληροφοριών και ελλείψει σαφών απαντήσεων, στην αναζήτηση τους για το αίτιο που προκάλεσε αυτή τη σωματική ασθένεια συχνά αναλώνονται σε διάφορες θεωρίες περί ψυχικής αιτιότητας της ασθένειας τους (ευαισθησία, αγχώδης προσωπικότητα, στρες, παθητικότητα, εσωστρεφή συμπεριφορά, υποχωρητικότητα) γεγονός που αντί να τους βοηθάει στην αποδοχή, τους γεμίζει ενοχές και θυμό μπλοκάροντας  το προχώρημα τους. Μια καθημερινότητα που θυμίζει λίγο αγώνα δρόμου, ο οποίος θα καταλήξει σε μαραθώνιο, και κατακλύζεται από την προσπάθεια να διαταραχθεί όσο τω δυνατόν λιγότερο η μέχρι τώρα ζωή σε μια προσπάθεια να συμπεριλάβει επίσης και όλες τις ιατρικές πράξεις που είναι απαραίτητες να γίνουν και να γίνονται, μπορεί να οδηγήσει σε ψυχική εξουθένωση η οποία με την σειρά της να οδηγήσει  σε πλήρη απώθηση των ‘δύσκολων’ συναισθημάτων είτε σε κατάθλιψη – και οι δύο επιλογές ωστόσο μπορούν να αποβούν ιδιαίτερα επιβαρυντικές τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα.

Όταν μια χρόνια ασθένεια εισβάλλει στην ζωή ενός ανθρώπου, απαιτεί μια ιδιαίτερη φροντίδα τόσο σε ιατρικό όσο και σε ψυχικό και πνευματικό επίπεδο. Καθώς η φυσιολογική πορεία ανακόπτεται, τα θεμέλια της ζωής σείονται και ο προγραμματισμός μιας καινούργιας καθημερινότητας απαιτείται, ο χρόνος που μέχρι τώρα θεωρούνταν αναγκαίος για την επεξεργασία της πορείας του ανθρώπου τώρα κρίνεται πιο ουσιαστικός από ποτέ. Γιατί αν σε αυτή τη φάση ο άνθρωπος αρκεστεί σε γνώση που προέρχεται από εξωτερικές πηγές (λόγια γραμμένα ξεκομμένα από την προσωπική του εμπειρία) και αυτή η γνώση δεν είναι προϊόν εσωτερικής διεργασίας ώστε να μετουσιώνεται σε δεξιότητες που θα γίνουν όπλα στην μάχη της καθημερινότητας, τότε κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε φαύλους κύκλους αυτολύπησης και ενοχής παραγνωρίζοντας την ζημιά που επιτρέπει να γίνεται στην ζωή του.

Η πορεία δεν είναι η ίδια για όλους. Ο δρόμος δεν έχει την ίδια δυσκολία για όλους. Η ανηφόρα, όμως, είναι δεδομένη και η απόκτηση αυτογνωσίας είναι ένα ουσιαστικό πολεμοφόδιο στην φαρέτρα των νοσούντων. Μόνο όταν γνωρίζει κάποιος τις δυνάμεις τους, τις δυσκολίες του και τα δυνατά του σημεία, τις ματαιώσεις του, τις λύπες και τις χαρές του, όταν καταφέρνει να οικο δομεί δεσμούς εμπιστοσύνης και αμοιβαιότητας, η κυριαρχία του επανακτάται και η συνέχεια του είναι δεδομένη.